Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔργα τοῦ ἐγκεφάλου

См. также в других словарях:

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • Χέφντινγκ, Χαράλντ — (Heffding, 1843 – 1931). Δανός φιλόσοφος και ψυχολόγος. Σπούδασε αρχικά φιλολογία, μετά θεολογία και τέλος ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία. Το 1880 διορίστηκε υφηγητής και το 1883 τακτικός καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Στην έδρα του… …   Dictionary of Greek

  • καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε …   Dictionary of Greek

  • Σεμερτζίδης, Βάλιας — (Κρασνοντάρ, Καύκασος 1911 – Αθήνα 1983). Ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν από τον Πόντο και η μητέρα του Ρωσίδα. Ήρθε στην Ελλάδα το 1923 με την οικογένειά του. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και εργάστηκε κοντά στον Κ. Παρθένη από το 1932 έως το… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • Σίλβιους — (Sylvius). Όνομα με το οποίο είναι γνωστός ο Ολλανδός Φραντς ντε λε Μπόε (1614 – 1672), που κατά τη συνήθεια της εποχής εκείνης υπόγραφε τα έργα του με το λατινικό Sylvius. θεωρείται ο θεμελιωτής της ιατροχημείας και υπήρξε φημισμένος γιατρός και …   Dictionary of Greek

  • Σοπενχάουερ, Άρτουρ — (Schopenhauer). Γερμανός φιλόσοφος (Ντάντσιχ 1788 Φρανκφούρτη επί του Μάιν 1860). Γιος πλούσιου έμπορου της βόρειας Γερμανίας, μετά το θάνατο του πατέρα του εγκαταστάθηκε στη Βαϊμάρη μαζί με τη μητέρα του Γιοχάνα, γνωστή τότε συγγραφέα. Έτσι ήρθε …   Dictionary of Greek

  • Λιούις, Κλάρενς Ίρβινγκ — (Clarence Irving Lewis, Στόουνχαμ, Μασαχουσέτη 1883 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1964). Αμερικανός επιστημολόγος, φιλόσοφος και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1906 και το 1910 απέκτησε διδακτορικό τίτλο, εκπονώντας τη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»