-
1 ἔργον
ἔργον, [dialect] Dor. [full] ϝέργον IG4.800 (vi B. C.), Elean [full] ϝάργον SIG9 (vi B.C.), τό: (ἔρδω, OE.A weorc (neut.) 'work', Avest. var[schwa]za-):— work, Il.2.436, etc.;ἔ. οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος Hes.Op. 311
;πλεόνων δέ τε ἔ. ἄμεινον Il.12.412
;ἔ. ἐποίχεσθαι 6.492
;νῦν ἔπλετο ἔ. ἅπασι 12.271
; esp. in pl.,ἄλλος ἄλλοισιν..ἐπιτέρπεται ἔργοις Od. 14.228
;ἐπὶ ἔργα τράποντο Il.3.422
;ἔργων παύσασθαι Od.4.683
; τὰ σ' αὐτῆς ἔργα κόμιζε see to thine own tasks, Il.6.490 : esp. in the following relations,1 in Il. mostly of works or deeds of war,πολεμήϊα ἔ. Il.2.338
, al., Od.12.116 ;ἔργον μάχης Il.6.522
; alone,ἀτελευτήτῳ ἐπὶ ἔργῳ 4.175
, cf. 539 ;ὑπέσχετο δὲ μέγα ἔργον 13.366
; ; later,ἔργον.. Ἄρης κρινεῖ A.Th. 414
; ἐν τῷ ἔ. during the action, Th.2.89, cf.7.71 ;τὸ ἐν Πλαταιαῖς ἔ. Pl.Mx. 241c
;τῶν πρότερον ἔ. μέγιστον ἐπράχθη τὸ Μηδικόν Th.1.23
; ἔργου ἔχεσθαι to engage in battle, ib.49.2 of peaceful contests,κρατεῖν ἔ. Pi.O.9.85
;ἔργου ἔχεσθαι Id.P.4.233
; also ἔργα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις placed [the reward of] noble deeds about his hair, Id.O.13.38.3 of works of industry,a of tillage, tilled lands,ἀνδρῶν πίονα ἔ. Il.12.283
, etc. ;ἔργ' ἀνθρώπων 16.392
, Od.6.259 ;βροτῶν 10.147
; οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα ib.98 ; ἔργα alone, 16.140, etc.; Ἔργα καὶ Ἡμέραι—the title of Hesiod's work ; πατρώϊα ἔ. their father's lands, Od.2.22 ; οὔτ' ἐπὶ ἔργα..ἴμεν will neither go to our farms, ib. 127, cf. 252 ; Ἰθάκης..ἔργα the tilled lands of Ithaca, 14.344 ; ἀμφὶ.. Τιταρησσὸν ἔργ' ἐνέμοντο inhabited lands, Il.2.751 ;τὰ τῶν Μυσῶν ἔ. Hdt.1.36
; so later, PBaden 40.5 (ii A.D.) : generally, property, wealth, possessions,θεὸς δ' ἐπὶ ἔργον ἀέξῃ Od.14.65
, cf. 15.372.b of women's work, weaving, Il.9.390, etc. ; ἀμύμονα ἔ. ἰδυίας ib. 128 ;ἔργα ἐργάζεσθαι Od.22.422
, 20.72.c of other occupations, θαλάσσια ἔ. fishing, 5.67 ; a seaman's life, Il.2.614 : periphr., δαιτὸς..ἔργα works of feasting, 9.228 ;φιλοτήσια ἔ. Od.11.246
;ἔργα γάμοιο Il.5.429
;ἔργα Κυπρογενοῦς Sol.26
;Ἀφροδίτης h.Ven.1
; alsoτέκνων ἐς ἔ. A.Ag. 1207
: abs.,ἔργον Luc.DDeor.17.1
, AP12.209 (pl., Strat., s.v.l.); alsoἔργα ἰσχύος καὶ τάχους X.Cyr.1.2.12
; φίλα ἔργα μελίσσαις, of flowers, Theoc.22.42 ; of mines, etc.,ἔ. ἀργυρεῖα X.Vect.4.5
, D.21.167, etc.; ἔργα πίσσια dub. l. in Plu.Cat.Ma.21.4 deed, action,ἔργ' ἀνδρῶν τε θεῶν τε Od.1.338
;θέσκελα ἔ. Τρώων Il.3.130
;ἀήσυλα ἔ. 5.876
; καρτερά, ἀεικέα ἔ., ib. 872,22.395; παλίντιτα, ἄντιτα ἔ., Od.1.379, 17.51 ;ἔργα ἀποδέκνυσθαι Hdt.1.16
, cf. Pl.Alc.1.119e, D.C.37.52 ; opp. ἔπος, deed, not word (v.ἔπος 11.1
) ; opp. μῦθος, Il. 9.443, 19.242, A.Pr. 1080 (anap.), etc.; opp. λόγος, S.El. 358, E.Alc. 339 ; ἔργῳ, opp. λόγῳ, freq. in [dialect] Att., etc., Th.2.65, etc.: so in pl.,λόγῳ μὲν..τοῖσι δ' ἔργοισιν S.OC 782
, cf. E.Fr.360.13 ; ; opp. ῥήματα, Id.OC 873 ; opp. ὄνομα, E.IA 128 (anap.), Th.8.78,89 ; in many phrases,πέπρακται τοὔργον A.Pr.75
, cf. Ag. 1346 ;χωρῶ πρὸς ἔργον S.Aj. 116
; τὸ μὲν ἐνθύμημα χαρίεν.., τὸ δὲ ἔ. ἀδύνατον its execution, X.An.3.5.12 ; ἐν ἔργῳ χέρνιβες ξίφος τε ready for action, E.IT 1190 ;ἡ κατάρα ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς ἔ. ἤγετο Jul.Or.7.228b
.II thing, matter, πᾶν ἔ...ὑπείξομαι in every point, Il.1.294 ;ἃ Ζεὺς μήδετο ἔ. 2.38
, etc.;πάρος τάδε ἔ. γενέσθαι 6.348
, etc.;ὅπως ἔσται τάδε ἔ. 2.252
, Od.17.78, etc. ;μέμνημαι τόδε ἔ. Il.9.527
;ἄκουε τοὔργον S.Tr. 1157
, cf. OT 847, Aj. 466 ; in bad sense, mischief, trouble, of disease,αἰτίη τοῦ ἔ. Aret.SA1.9
; μέγα ἔ. a serious matter, Od.4.663, Th.3.3.2 μέγα ἔ., like μέγα χρῆμα, χερμάδιον λάβε χειρὶ Τυδεΐδης, μέγα ἔ. a monstrous thing, Il.5.303, cf. 20.286 ; φυλόπιδος μέγα ἔ. a mighty call to arms, 16.208.III [voice] Pass., that which is wrought or made, work, οἷ' ἐπιεικὲς ἔργ' ἔμεν ἀθανάτων, of the arms of Achilles, Il.19.22 ; ἔ. Ἡφαίστοιο metal-work, Od.4.617 ;πέπλοι.., ἔργα γυναικῶν Il.6.289
, Od.7.97, cf. 10.223 ;ὕφασμα, σῆς ἔ. χερός A.Ch. 231
;κολεόν..λώτινον ἔ. Theoc.24.45
; of a wall, Ar.Av. 1125 ; of a statue, X.Mem.3.10.7 : in pl., of siege-works,ἔ. καὶ μηχαναί Plb.5.3.6
; of a machine, Apollod.Poliorc.157.4, al., Ath.Mech.15.2, al.; of public buildings, Mon.Anc.Gr.18.20; of an author's works, D.H.Comp.25 ;τὸ περὶ ψυχῆς ἔργον Ἀριστοτέλους AP11.354.8
(Agath.).2 result of work, profit or interest, ἔργον [ χρημάτων] interest or profit on money, Is.11.42, cf. D.27.10.IV special phrases:1 ἔργον ἐστί,a c. gen. pers., it is his business, his proper work,ἀνδρῶν τόδ' ἐστὶν ἔ. A.Ch. 673
;ὅπερ ἐστὶν ἔ. ἀγαθοῦ πολίτου Pl.Grg. 517c
; of things, φραδέος νόου ἔργα τέτυκται it is a matter (which calls) for a wary mind, Il.24.354 ; function, ; ; τοῦτο ἑκάστου ἔ. ὃ ἂν ἢ μόνον τι ἢ κάλλιστα τῶν ἄλλων ἀπεργάζηται ib. 353a ; functions,Gal.
16.518 : c. dat. pers.,οἷς τοῦτο ἔ. ἦν X.Cyr.4.5.36
, cf. 6.3.27: with the possessive Pron., σὸν ἔ. [ἐστί] c. inf., A.Pr. 635 ;ἐμὸν τόδ' ἔ. κρῖναι Id.Eu. 734
;σὸν ἔ., θῦε θεοῖς Ar.Av. 862
; : with Art.,νῦν ἡμέτερον τὸ ἔ. Hdt.5.1
.b c. gen. rei, there is need of..,τί δῆτα τόξων ἔ.; E.Alc.39
;πολλῆς φυλακῆς ἔ. [ἐστί] Pl.R. 537d
: esp. with neg., ;οὐ δόλου νῦν ἔ. Id.Pl. 1158
, cf. E.Hipp. 911 : c. dat. pers.,ἐπέδρης μὴ εἶναι ἔ. τῇ στρατιῇ Hdt.1.17
: with Art., : with a part. added,οὐδὲν ἦν ἔ. αὐτοῦ κατατείνοντος Plu.Publ.13
: also c. inf., οὐδὲν ἔ. ἑστάναι there is no use in standing still, Ar.Lys. 424, cf. Av. 1308 ;οὐδὲν ἔ. ταῦτα θρηνεῖσθαι S. Aj. 852
, cf. 12.c c. inf., it is hard work, difficult to do,πολὺ ἔ. ἂν εἴη διεξελθεῖν X.Mem.4.6.1
;πολὺ ἔ. ἦν τῷ νομοθέτῃ πάντα γράφειν Lys.10.7
;ἔ. ἐστὶν εἰ ἐροῦμεν D.24.51
;ἔ. εὑρεῖν πρόφασιν Men.76
; alsoμέγα ἔ. ταῖς..ἐπιθυμίαις καλῶς χρῆσθαι Pl.Smp. 187e
;χαλεπὸν ἔ. διαιρεῖν Ar.Ra. 1100
(lyr.): also in gen.,πλείονος ἔ. ἐστὶ..μαθεῖν Pl. Euthphr. 14b
: rarely with a part.,οὐδὲν ἔ. μαχομένῳ Philippid.15.3
; ἔ. [ἐστί] c. acc. et inf., it can scarcely happen that..,ἔ. ἅμα πάντας ὀργισθῆναι καὶ ἁμαρτεῖν Arist.Pol. 1286a35
.2 ἔργον παρασχεῖν τινί give one trouble, Ar.Nu. 523, cf. AP9.161 (Marc. Arg., punning on Hesiod's Ἔργα) ; ἔργον ἔχειν take trouble, c. part., X.Cyr.8.4.6 ; c. inf., Id.Mem.2.10.6.3 ἔ. γίγνεσθαι τῆς νόσου to be its victim, Anon. ap. Suid. s.v. ἄτολμοι ;κτεινόμενος ὑμέτερον ἔ. εἰμί Plu.Eum. 17
;τῆς ὑμετέρας γέγονεν ἔ. ὀλιγωρίας Luc.Dem.Enc.29
.4 ἔ. ποιεῖσθαί τι to make a matter one's business, attend to it, Pl.Phdr. 232a, X.Hier.9.10 ; soἐν ἔργῳ τίθεσθαι Ael.VH4.15
. -
2 βάσις
A stepping, step, and collectively, steps, A. Eu.36, S.Aj.8, etc.: metaph.,ἡσύχῳ φρενῶν βάσει A.Ch. 452
(lyr.);οὐκ ἔχων β.
power to step,S.
Ph. 691 (lyr.); τροχῶν βάσεις the rolling of the wheels, the rolling wheels, Id.El. 718; ἀρβύλης β. the print of the sandal, E.El. 532;ποίμναις τήνδ' ἐπεμπίπτει βάσιν S.Aj.42
.2 measured stepor movement,β. χορείας Ar.Th. 968
, cf. Pi.P.1.2: hence, rhythmical or metrical movement, Pl.R. 399e, Lg. 670d: in Rhet., rhythmical close of a sentence, Hermog.Id.1.6, al.; clause forming transition from πρότασις to ἀπόδοσις, Id.Inv.1.5: and in Metric, metrical unit, monometer, Arist.Pol. 1263b35, Metaph. 1087b36, Heph.11, Longin.Proll.Heph.3, Mar. Vict.p.47.3 K., etc.3 order, sequence,θέσις καὶ β. Epicur.Ep.1p.10U.
II that with which one steps, a foot, Pl.Ti. 92a, Arist.GA 750a4;ποδῶν β. E.Hec. 837
; θηλύπους β. their women's feet, Id.IA 421; β. δίχηλος, of the ostrich, D.S.3.28.3: abs.,αἱ βάσεις Ph.1.226
, Act.Ap.3.7;σφὶγξ εἶχε β. λέοντος Apollod.3.5.8
; leg, Id.1.3.5;βάσεων ἀποκοπαί Diog.Oen.39
.III that whereon one stands, base, pedestal, [ κρατῆρος] Alex.119; of statues, OGI705.6, etc.;τρία ἔργα.. ἐπὶ μιᾶς β. Str.14.1.14
, cf. Luc.Philops. 19;λεβήτων Plb.5.88.5
; of an engine, Hero Bel.88.1, al.; of a column, PLond.3.755v6 (iv A. D.): Medic.,τοῦ ἐγκεφάλου Herophil.
ap. Placit.4.5.4, cf. Plu.Per.6;τραχήλου Id.Pyrrh.34
; (Rufin.);αἱ ἐν ὀφθαλμοῖς β. Sor. 1.27
, cf. Archig. ap. Aët. 16.101(91); of the heart, Gal.UP6.13; ; foundation, basement,ῥίζα πάντων καὶ β. ἁ γᾶ ἐρήρεισται Ti.Locr.97e
; so, of the soil,πεδίων σπορίμα β. Hymn.Is.162
.2 Geom., base of a solid or plane figure, Pl.Ti. 55b, Arist.APr. 41b15,al.; [ κώνου] Democr.155;πυραμίδος Speus.
ap. Theol.Ar.63.V Astrol., = ὡροσκόπος, Vett.Val.88.6, Paul.Al.T.2, Cat.Cod.Astr.8(4).132.
См. также в других словарях:
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
Χέφντινγκ, Χαράλντ — (Heffding, 1843 – 1931). Δανός φιλόσοφος και ψυχολόγος. Σπούδασε αρχικά φιλολογία, μετά θεολογία και τέλος ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία. Το 1880 διορίστηκε υφηγητής και το 1883 τακτικός καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Στην έδρα του… … Dictionary of Greek
καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε … Dictionary of Greek
Σεμερτζίδης, Βάλιας — (Κρασνοντάρ, Καύκασος 1911 – Αθήνα 1983). Ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν από τον Πόντο και η μητέρα του Ρωσίδα. Ήρθε στην Ελλάδα το 1923 με την οικογένειά του. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και εργάστηκε κοντά στον Κ. Παρθένη από το 1932 έως το… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Σίλβιους — (Sylvius). Όνομα με το οποίο είναι γνωστός ο Ολλανδός Φραντς ντε λε Μπόε (1614 – 1672), που κατά τη συνήθεια της εποχής εκείνης υπόγραφε τα έργα του με το λατινικό Sylvius. θεωρείται ο θεμελιωτής της ιατροχημείας και υπήρξε φημισμένος γιατρός και … Dictionary of Greek
Σοπενχάουερ, Άρτουρ — (Schopenhauer). Γερμανός φιλόσοφος (Ντάντσιχ 1788 Φρανκφούρτη επί του Μάιν 1860). Γιος πλούσιου έμπορου της βόρειας Γερμανίας, μετά το θάνατο του πατέρα του εγκαταστάθηκε στη Βαϊμάρη μαζί με τη μητέρα του Γιοχάνα, γνωστή τότε συγγραφέα. Έτσι ήρθε … Dictionary of Greek
Λιούις, Κλάρενς Ίρβινγκ — (Clarence Irving Lewis, Στόουνχαμ, Μασαχουσέτη 1883 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1964). Αμερικανός επιστημολόγος, φιλόσοφος και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1906 και το 1910 απέκτησε διδακτορικό τίτλο, εκπονώντας τη … Dictionary of Greek